- ἀνταμείβει
- ἀνταμείβομαιexchangepres ind mp 2nd sgἀνταμείβομαιexchangepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισθαποδότης — μισθαποδότης, ὁ (ΑΜ) αυτός που καταβάλλει μισθό, που ανταμείβει μσν. (για τον θεό) αυτός που ανταμείβει στη μέλλουσα ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποδότης (< ἀποδίδωμι), πρβλ. προ αποδότης] … Dictionary of Greek
αμειπτικός — ἀμειπτικός, ή, όν (AM) μσν. αυτός που ανταμείβει, που ανταποδίδει αρχ. ο σχετικός με την ανταλλαγή, ειδικά νομισμάτων «ἀμειπτικὴ τράπεζα», το τραπέζι τού αργυραμοιβού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμείβω + παραγ. κατάλ. τικός] … Dictionary of Greek
διαγνώμων — διαγνώμων, ον (AM) αρχ. μσν. (ως δικαν. όρος) διαιτητής αρχ. αυτός που διακρίνει και αναλόγως ανταμείβει … Dictionary of Greek
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek
ικανοδότης — ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, ιδος (ΑΜ) αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητής αρχ. αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργο δότης, τροφο δότης] … Dictionary of Greek
στεφανοδότης — ὁ, Μ αυτός που δίνει στεφάνους και, κυρίως, αυτός που δίνει στεφάνια ως βραβεία, που ανταμείβει με στεφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης] … Dictionary of Greek